- ἀρσενικοῦ
- ἀρσενικόνyellow orpimentneut gen sgἀρσενικόςmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σανδαράκη — και σανδαράχη, η, ΝΜΑ 1. εύθρυπτη, σχετικά αρωματική ημιδιαφανής ρητίνη, που διατίθεται υπό μορφή ωχροκίτρινων κόκκων, λαμβάνεται από τα δένδρα τετρακλινίς και καλλιτρίς και χρησιμοποιείται, σήμερα, στην βιομηχανία χρωμάτων, στην φαρμακοποιία… … Dictionary of Greek
παρθενογένεση — Ειδικός τρόπος γενετήσιας αναπαραγωγής, που συνίσταται στην ανάπτυξη του ωαρίου χωρίς τη γονιμοποίηση. Η π. χαρακτηρίζεται ως υποτυπώδης όταν το μη γονιμοποιημένο ωάριο αρχίζει τον μερισμό, αλλά δεν ξεπερνά τα πρώτα στάδια της εμβρυϊκής… … Dictionary of Greek
ημιαγωγοί — Ύλες που έχουν ηλεκτρική αγωγιμότητα μικρότερη από εκείνη των μετάλλων, αλλά όχι τόσο χαμηλή όπως στην περίπτωση των μονωτών. Η θεωρία της αγωγιμότητας ταξινομεί ως η. τις ύλες εκείνες, στις οποίες η ενεργειακή διαφορά στάθμης μεταξύ γειτονικών… … Dictionary of Greek
ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… … Dictionary of Greek
κατσαρίδα — Κοινή ονομασία διαφόρων εντόμων της οικογένειας των βλαττιδών, της τάξης των δικτυοπτέρων. Οι κ. ποικίλλουν σε μέγεθος, έχουν πεπιεσμένο σώμα, μακριές και συχνά νηματόμορφες κεραίες, χαρακτηριστικό μασητικό στοματικό σύστημα, πόδια που τις… … Dictionary of Greek
μονόδους — (monodon monocerus). Θηλαστικό της οικογένειας των δελφιναπτερίδων. Αναφέρεται και ως μ. ο μονόκερος. Το μήκος του θηλυκού φτάνει τα 5 μ. και του αρσενικού τα 6. Το βάρος τους φτάνει πολλές φορές τον ένα τόνο. Το κεφάλι τους είναι στρογγυλό και… … Dictionary of Greek
ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) … Dictionary of Greek
ψήν — ηνός, ο, ΝΑ (λόγιος τ.) έντομο που αναπτύσσεται μέσα στον καρπό τής αγριοσυκιάς ή στο άνθος τού αρσενικού φοίνικα και με τη βοήθεια τού οποίου γίνεται η γονιμοποίηση τού καρπού τής ήμερης συκιάς ή τού φοίνικα νεοελλ. είδος σκνίπας αρχ. ο καρπός… … Dictionary of Greek
εντομοκτόνα — Χημικά προϊόντα για την καταπολέμηση των βλαβερών εντόμων. Ανάλογα με τον τρόπο που δρουν πάνω στα έντομα, τα ε. διαιρούνται σε τέσσερις ομάδες. Στην πρώτη, περιλαμβάνονται στομαχικά δηλητήρια, τα οποία εισέρχονται στον οργανισμό από το στόμα και … Dictionary of Greek
μηνουρίδες — (Menurides). Οικογένεια στρουθιόμορφων πτηνών μήκους 60 ώς 90 εκ., στην οποία ανήκει το πουλί μίνουρος. Η ουρά του αρσενικού αποτελείται από 16 φτερά, από τα οποία τα εξωτερικά, που είναι και τα πιο μεγάλα, είναι καμπυλωτά, ενώ τα μεσαία είναι… … Dictionary of Greek